τριτοταγής

τριτοταγής
-ές
1. (για χημ. ένωση) αυτός που περιέχει τριτοταγές άτομο άνθρακα στο μόριό του
2. φρ. «τριτοταγές άτομο άνθρακα»
χημ. άτομο άνθρακα ενωμένο απευθείας με απλούς δεσμούς με τρία άλλα άτομα άνθρακα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμινομάδες — Αζωτούχες ρίζες, χαρακτηριστικές σε πολλές οργανικές ενώσεις (αμίνες, αμινοξέα, αμιναλκοόλες κ.ά.). Ανάλογα με τον αριθμό των ατόμων Η που περιέχει μία α. μπορεί να είναι πρωτοταγής ( ΝΗ2 ),δευτεροταγής ( ΝΗ ) ή τριτοταγής ( N ). Η εισαγωγή μιας… …   Dictionary of Greek

  • λιναλοόλη — η χημ. οργανική ένωση, τριτοταγής τερπενική αλκοόλη, ισομερής με τη γερανιόλη …   Dictionary of Greek

  • τριαιθανολαμίνη — η, Ν χημ. αζωτούχα άκυκλη οργανική ένωση, τρισθενής αλκοόλη και τριτοταγής αμίνη …   Dictionary of Greek

  • τριαιθυλαμίνη — η, Ν χημ. αζωτούχα άκυκλη οργανική ένωση, τριτοταγής αμίνη …   Dictionary of Greek

  • τριμεθυλαμίνη — η, Ν χημ. άκυκλη αζωτούχα οργανική ένωση, τριτοταγής αμίνη, γνωστή και με τη βραχυγραφία ΤΜΑ. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. trimethylamine < trimethyl (< tri [< λατ. tres, tria, πρβλ. και τρεις] + methyl [< μέθυ + ὕλη… …   Dictionary of Greek

  • τριφαινυλαμίνη — η, Ν χημ. τριτοταγής αμίνη …   Dictionary of Greek

  • αλκοόλες — Οργανικές ενώσεις των οποίων οι χημικοί τύποι προέρχονται από τους υδρογονάνθρακες και περιέχουν μια ομάδα, η οποία αποτελείται από ένα άτομο οξυγόνου και ένα υδρογόνου. Παριστάνεται με τον τύπο ΟΗ και ονομάζεται υδροξύλιο. Ανάλογα με το πλήθος… …   Dictionary of Greek

  • αμυλική αλκοόλη — Γενική ονομασία των κορεσμένων, μονοσθενών αλκοολών του τύπου C5H11OH. Είναι σώματα υγρά, αδιάλυτα στο νερό, διαλυτά στον αιθέρα, με χαρακτηριστική ευχάριστη οσμή και υψηλό σημείο βρασμού. Οξειδώνονται και σχηματίζουν αλδεΰδες (και οξέα) ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”